Βλαίσου

Βλαίσου
Βλαί̱σου , Βλαῖσος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βλαισοῦ — βλαισόομαι to be crooked pres imperat mp 2nd sg βλαισόομαι to be crooked imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) βλαισός bent masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαισότητα — η (Α βλαισότης) [βλαισός] η ιδιότητα του βλαισού αρχ. (για τα μαλλιά) το να είναι σγουρά …   Dictionary of Greek

  • μεσοτρίβας — μεσοτρίβας, ὁ (Α) 1. ο μεσοτριβής* 2. ως κύριο όν. Μεσοτρίβας τίτλος έργου τού Βλαίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τρίβας (< τρίβω), πρβλ. αμφι τρίβας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”